- διατονικῶν
- διατονικόςfem gen plδιατονικόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νανά — (I) (στη βυζαντινή μουσική) ένας από τους τέσσερεις πολυσύλλαβους μουσικούς φθόγγους, τους οποίους μεταχειριζόταν το αρχαίο στενογραφικό σύστημα τής βυζαντινής μουσικής κατά την ανάβαση στην παραλλαγή τών διατονικών και εναρμόνιων ήχων. (II) άκλ … Dictionary of Greek
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
υποδεσπόζουσα — η, Ν μουσ. 1. η τέταρτη βαθμίδα τών διατονικών ευρωπαϊκών κλιμάκων 2. φρ. «συγχορδία υποδεσπόζουσας» μουσ. συγχορδία που έχει ως θεμέλιο την παραπάνω βαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + δεσπόζω] … Dictionary of Greek
εξάχορδο — το (μουσ.), ανερχόμενη ή κατερχόμενη διαδοχή έξι διατονικών φθόγγων, που χρησίμευε ως βάση του μουσικού συστήματος το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη Δύση το μεσαίωνα ως το 17ο αι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)